- συναποκατάστασις
- συναποκατάστασιςjoint returnfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναποκατάστασις — άσεως, ἡ, Α [συναποκαθίστημι] 1. η από κοινού αποκατάσταση 2. (για πολλά πράγμ.) η ταυτόχρονη επάνοδος στη θέση την οποία κατείχε το καθένα προηγουμένως («συναποκατάστασις πάντων ἐν τῷ οὐρανῷ μετὰ τῆς γῆς», Πτολ.) … Dictionary of Greek
συναποκαταστάσεις — συναποκατάστασις joint return fem nom/voc pl (attic epic) συναποκατάστασις joint return fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποκατάστασιν — συναποκατάστασις joint return fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποκαταστάσεων — συναποκαταστάσεω̆ν , συναποκατάστασις joint return fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποκαταστάσεως — συναποκαταστάσεω̆ς , συναποκατάστασις joint return fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)